λωβάδα

λωβάδα
λωβάδα, ἡ (Μ)
λέπρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λώβα «λέπρα» + κατάλ. -άδα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λώβα — και λούβα και λώβη, η (AM λώβη, Μ και λώβα και λούβα) η νόσος λέπρα αρχ. 1. κακή μεταχείριση, κακοποίηση («λώβη τε καὶ διαφθορά», Πλάτ.) 2. προσβολή, χλευασμός, ατίμωση, ύβρη («τίσετε λώβην» θα τιμωρηθείτε για την προσβολή, Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”